Αρθρο του Γιάννη Τζούστα στo tovima.gr
Τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε στην Ελλάδα με την ευκαιρία της εκδήλωσης για να τιμηθούν οι σέρβοι προπονητές και αθλητές που πρόσφεραν στον ελληνικό αθλητισμό, ένας σπουδαίος προπονητής του βόλεϊ ο κ. Ζόραν Γκάετς (έτσι τον είχαμε πολιτογραφήσει αν και η ορθή προφορά του ονόματός του είναι Γκάιτς). Ο άνθρωπος που οδήγησε την εθνική Γιουγκοσλαβίας (τότε) στο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο Σίδνεϊ αλλά και σε μια σειρά ακόμη παγκόσμια και ευρωπαϊκά μετάλλια είχε αφήσει το στίγμα του σε τέσσερις ελληνικές ομάδες (κατά σειρά) στον Αρη, στην Ορεστιάδα, στον Ολυμπιακό και στην ΑΕΚ, απ΄ όπου και έφυγε στη μέση της σεζόν ως «αποτυχημένος».
Τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε στην Ελλάδα με την ευκαιρία της εκδήλωσης για να τιμηθούν οι σέρβοι προπονητές και αθλητές που πρόσφεραν στον ελληνικό αθλητισμό, ένας σπουδαίος προπονητής του βόλεϊ ο κ. Ζόραν Γκάετς (έτσι τον είχαμε πολιτογραφήσει αν και η ορθή προφορά του ονόματός του είναι Γκάιτς). Ο άνθρωπος που οδήγησε την εθνική Γιουγκοσλαβίας (τότε) στο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο Σίδνεϊ αλλά και σε μια σειρά ακόμη παγκόσμια και ευρωπαϊκά μετάλλια είχε αφήσει το στίγμα του σε τέσσερις ελληνικές ομάδες (κατά σειρά) στον Αρη, στην Ορεστιάδα, στον Ολυμπιακό και στην ΑΕΚ, απ΄ όπου και έφυγε στη μέση της σεζόν ως «αποτυχημένος».
Η παρουσία του εδώ μας θύμισε μια προφητική επισήμανσή του σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο «Βήμα» τον Ιανουάριο του 2002, για την κατάσταση και τις παθογένειες του ελληνικού βόλεϊ. Στο φως της σημερινής μιζέριας που βιώνει (και) η βιτρίνα του ελληνικού βόλεϊ, η Α1 ανδρών, η διαπίστωση του κ. Γκάετς είναι, παραπάνω, από επίκαιρη. Στη συνέντευξη εκείνη ο σέρβος προπονητής μιλώντας για τις επιτυχίες του σερβικού βόλεϊ έλεγε μεταξύ άλλων: «Να σου δώσω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: στη Βοϊβοδίνα, που έχει πάρει εννέα συνεχή πρωταθλήματα, μόνο το 25% του προϋπολογισμού της ομάδας διατίθεται για τα συμβόλαια των παικτών, ενώ συνολικά η πρώτη ομάδα απορροφά το 40%. Τα υπόλοιπα διατίθενται στα τμήματα υποδομής».
Κάνοντας στη συνέχεια τη σύγκριση για τα ημέτερα βολεϊκά ήθη τόνιζε: «Στην Ελλάδα τρέχουν για ξένους, τρέχουν για μεταγραφές... Τους παίκτες πρέπει να τους φτιάξουμε, όχι να τους βρούμε. Στην Ελλάδα, στον Ολυμπιακό, στον Αρη, στην ΑΕΚ, όπου δούλεψα, μετά την πρώτη ομάδα δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Τι υπάρχει; Κάποιοι παίκτες, παράγοντες, ένας προπονητής περαστικός. Πάω εγώ, εφαρμόζω τη δική μου φιλοσοφία, έρχεται μετά ο άλλος και την αλλάζει. Οι παράγοντες τρελαίνονται επειδή δεν ξέρουν και πολλά από βόλεϊ και κάθε χρόνο αρχίζουν από την αρχή. Δεν μπορεί να έχεις μια εταιρεία και τη μία χρονιά να παράγεις κομπιούτερ, την επομένη λουκάνικα και την τρίτη κι εγώ δεν ξέρω τι».
Δέκα χρόνια μετά και στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης το ελληνικό βόλεϊ μοιάζει απροστάτευτο στην φουρτούνα και χωρίς παραγωγικά θεμέλια. Οι σύλλογοι δεν έχουν πλέον τα χρήματα που αφειδώς ξόδευαν για μεταγραφές αλλά ούτε και την παραγωγική βάση για να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές ομάδες, με αποτέλεσμα το πρωτάθλημα που αρχίζει το Σάββατο να εμφανίζεται ακόμη πιο χαμηλού επιπέδου σε σχέση με πέρυσι. Πολλοί σύλλογοι στράφηκαν αναγκαστικά στις υποδομές τους αλλά το υλικό που βρήκαν δεν φαίνεται να είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ακόμη και της εφετινής Α1 ανδρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρωταθλητής Ηρακλής που αιμορράγησε από έμπειρους παίκτες και προσπάθησε να στήσει το ρόστερ του πάνω σε νέους παίκτες.
Την ίδια ώρα η οικονομική ανέχεια των συλλόγων μείωσε όχι μόνο τον αριθμό των ξένων που θα αγωνισθούν στο νέο πρωτάθλημα (από 32 πέρυσι σε 25 εφέτος) αλλά και την ποιότητά τους. Αν εξαιρέσει κανείς τον επιβαρυμένο με τραυματισμούς βούλγαρο διαγώνιο Μπόγιαν Γιορντάνοφ (Ολυμπιακός) και τον γερμανό διεθνή διαγώνιο Ματίας Μπέμε (Φοίνικας) εφέτος δεν θα δώσουν το «παρών» στα ελληνικά παρκέ βαριά ονόματα. Οι περισσότεροι ξένοι είναι νέοι παίκτες από τα Βαλκάνια ή τη Λατινική Αμερική. Δύο ομάδες μάλιστα, Αρης και Κηφισιά, συγκροτούνται, στην ουσία, αποκλειστικά από Ελληνες ενώ μόνο έξι ομάδες (Ηρακλής, Φοίνικας, Ολυμπιακός, Λαμία, ΠΑΟ, Νίκη Αιγινίου) εξάντλησαν το όριο των τριών παικτών.
Σε ελληνικά χέρια βρίσκονται και τα τιμόνια όλων των ομάδων αφού οι ξένοι προπονητές είναι πλέον ακριβοί για τις τσέπες των συλλόγων. Το ντεμπούτο ως προπονητής θα κάνει εφέτος ο Αντρέι Κράβαρικ που ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Ηρακλή.
Κάνοντας στη συνέχεια τη σύγκριση για τα ημέτερα βολεϊκά ήθη τόνιζε: «Στην Ελλάδα τρέχουν για ξένους, τρέχουν για μεταγραφές... Τους παίκτες πρέπει να τους φτιάξουμε, όχι να τους βρούμε. Στην Ελλάδα, στον Ολυμπιακό, στον Αρη, στην ΑΕΚ, όπου δούλεψα, μετά την πρώτη ομάδα δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Τι υπάρχει; Κάποιοι παίκτες, παράγοντες, ένας προπονητής περαστικός. Πάω εγώ, εφαρμόζω τη δική μου φιλοσοφία, έρχεται μετά ο άλλος και την αλλάζει. Οι παράγοντες τρελαίνονται επειδή δεν ξέρουν και πολλά από βόλεϊ και κάθε χρόνο αρχίζουν από την αρχή. Δεν μπορεί να έχεις μια εταιρεία και τη μία χρονιά να παράγεις κομπιούτερ, την επομένη λουκάνικα και την τρίτη κι εγώ δεν ξέρω τι».
Δέκα χρόνια μετά και στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης το ελληνικό βόλεϊ μοιάζει απροστάτευτο στην φουρτούνα και χωρίς παραγωγικά θεμέλια. Οι σύλλογοι δεν έχουν πλέον τα χρήματα που αφειδώς ξόδευαν για μεταγραφές αλλά ούτε και την παραγωγική βάση για να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές ομάδες, με αποτέλεσμα το πρωτάθλημα που αρχίζει το Σάββατο να εμφανίζεται ακόμη πιο χαμηλού επιπέδου σε σχέση με πέρυσι. Πολλοί σύλλογοι στράφηκαν αναγκαστικά στις υποδομές τους αλλά το υλικό που βρήκαν δεν φαίνεται να είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ακόμη και της εφετινής Α1 ανδρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρωταθλητής Ηρακλής που αιμορράγησε από έμπειρους παίκτες και προσπάθησε να στήσει το ρόστερ του πάνω σε νέους παίκτες.
Την ίδια ώρα η οικονομική ανέχεια των συλλόγων μείωσε όχι μόνο τον αριθμό των ξένων που θα αγωνισθούν στο νέο πρωτάθλημα (από 32 πέρυσι σε 25 εφέτος) αλλά και την ποιότητά τους. Αν εξαιρέσει κανείς τον επιβαρυμένο με τραυματισμούς βούλγαρο διαγώνιο Μπόγιαν Γιορντάνοφ (Ολυμπιακός) και τον γερμανό διεθνή διαγώνιο Ματίας Μπέμε (Φοίνικας) εφέτος δεν θα δώσουν το «παρών» στα ελληνικά παρκέ βαριά ονόματα. Οι περισσότεροι ξένοι είναι νέοι παίκτες από τα Βαλκάνια ή τη Λατινική Αμερική. Δύο ομάδες μάλιστα, Αρης και Κηφισιά, συγκροτούνται, στην ουσία, αποκλειστικά από Ελληνες ενώ μόνο έξι ομάδες (Ηρακλής, Φοίνικας, Ολυμπιακός, Λαμία, ΠΑΟ, Νίκη Αιγινίου) εξάντλησαν το όριο των τριών παικτών.
Σε ελληνικά χέρια βρίσκονται και τα τιμόνια όλων των ομάδων αφού οι ξένοι προπονητές είναι πλέον ακριβοί για τις τσέπες των συλλόγων. Το ντεμπούτο ως προπονητής θα κάνει εφέτος ο Αντρέι Κράβαρικ που ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Ηρακλή.
ΠΗΓΗ www.volleynews.gr