«Οι γονείς μου είναι ξένοι στην Ελλάδα»
Του: Γιάννη Τζούστα
Εχοντας κλείσει τα 21 του ο Μίταρ Τζούριτς, γιος του παλαίµαχου σέρβου βολεϊµπολίστα Μίλαν Τζούριτς, εγκατέλειψε την Ελλάδα και τον Ολυµπιακό, έχοντας...
αναδειχθεί δύο φορές πρωταθλητής Ελλάδας και MVP του πρωταθλήµατος το 2010, για να βρει την κορυφαία οµάδα του κόσµου – τρεις φορές πρωταθλήτρια κόσµου και δύο φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης – πρόλαβε σε τρεις µήνες να στεφθεί παγκόσµιοςπρωταθλητής και να κατακτήσει το Σούπερ Καπ Ιταλίας όντας βασικό στέλεχός της. Ο «Ελληνας από επιλογή» Τζούριτς µεταφέρει στο «Βήµα» την πρωτόγνωρηεµπειρία του στο Καµπιονάτο και πλέκει το εγκώµιο της νέας Εθνικής Ελλάδας.
Είχες φόβο, αγωνία για τη νέα πραγματικότητα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσεις στην καλύτερη ομάδα του κόσμου;
«Οχι. Το µόνο δύσκολο για µένα ήταν ότι για πρώτη φορά πήγαινα σε µια ξένη χώρα ως επαγγελµατίας αθλητής χωρίς να ξέρω καν τη γλώσσα, όντας µόνος µου, σε ένα εντελώς άγνωστο περιβάλλον. Από την άλλη είχα τη θέληση να προσπαθήσω. Ηξερα γιατί µε ήθελαν. Πήγα σε ένα πολύ δυνατό πρωτάθληµα και σε µια οµάδα που δίνει πολλά παιχνίδια, µε σκληρές και δυνατές προπονήσεις, µε πολλά ταξίδια. ∆εν υπάρχει χρόνος για ξεκούραση. Το πρόγραµµα είναι πολύ δύσκολο. Πάντως όταν έχεις έναν προπονητή που σε εµπιστεύεται, δουλεύεις σκληρά και πιστεύεις στον εαυτό σου, προχωρείς. Η διοίκηση, το τεχνικό τιµ, όλοι είναι ευχαριστηµένοι µαζί µου. Οι φίλαθλοι είναι ενθουσιασµένοι. Με φωνάζουν animale (σ.σ.: λέξη που υπονοεί τον θηριώδη άνθρωπο) γιατί πρώτη φορά είχαν έναν τόσο ψηλό κεντρικό. Είµαι και ο πιο µικρός στην οµάδα και µε έχουν αγκαλιάσει».
Σύγκρινε τις συνθήκες στην Τρεντίνο και στην Ιταλία με αυτές που υπήρχαν στον Ολυμπιακό και γενικότερα στο ελληνικό βόλεϊ.
«Είναι τεράστια η διαφορά. Σε επίπεδο οµοσπονδίας, Λίγκας και τέλος οµάδας. Είναι πολύ πιο οργανωµένοι. Προσέχουν πολύ τους παίκτες. Αν, για παράδειγµα, ένας παίκτης µείνει χωρίς οµάδα ή τραυµατιστεί, η οµοσπονδία θα βρεθεί δίπλα του. Να του βρει οµάδα ή να του παράσχει όλα τα απαραίτητα για την αποκατάστασή του. Σε επίπεδο οµάδας και αρχίζοντας από το γήπεδο, για έναν επαγγελµατία αθλητή είναι ένας παράδεισος. Στους τρεις µήνες που είµαι εκεί δεν έχω µπει ούτε µια φορά σε σκέψεις σε σχέση µε αυτά που έχω συµφωνήσει µε την οµάδα. Στο γήπεδο υπάρχει η κατάλληλη θερµοκρασία, ζεστό νερό κ.λπ., πράγµατα που εµείς πέρυσι στον Ολυµπιακό δεν είχαµε. Οι εγκαταστάσεις του συλλόγου έχουν ένα πλήρως εξοπλισµένο γυµναστήριο και ένα πλήρως εξοπλισµένο φυσικοθεραπευτήριο µε πέντε φυσικοθεραπευτές. Εχουµε χώρο µε τζακούζι, σάουνα και πισίνα. Εχουµε ακόµη και προσωπικό χώρο µε 6-7 ζευγάρια παπούτσια. Πληρωνόµαστε κάθε µήνα χωρίς την παραµικρή καθυστέρηση. Κάθε παίκτης έχει γύρω του δέκα ανθρώπους που θα τον βοηθήσουν σε όποια δυσκολία παρουσιαστεί. Για ό,τι χρειαστείς δεν είναι ανάγκη να πάρεις δύο φορές τηλέφωνο. Υστερα η ατµόσφαιρα στα γήπεδα είναι σαν να βρίσκεσαι στο ΝΒΑ. Σε όλα τα γήπεδα που έχουµε παίξει, µικρά ή µεγάλα, είναι γεµάτα. Οι φίλαθλοι τραγουδούν, χειροκροτούν. Πηγαίνουν για να απολαύσουν το παιχνίδι. ∆εν φοβάσαι ότι θα δεχθείς µπουκάλια. Αυτή η ατµόσφαιρα σου δηµιουργεί τη διάθεση να παίξεις και εσύ καλύτερα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το µόνο που σε απασχολεί είναι το βόλεϊ, η δουλειά σου».
Στις ήττες πώς είναι τα πράγματα;
«∆εν υπάρχει κανένα πρόβληµα. Οι φίλαθλοι θα χειροκροτήσουν. Ο πρόεδρος θα έρθει να µας χαιρετήσει όλους. ∆εν υπάρχει η πίεση που είχαµε στην Ελλάδα, ειδικά όταν χάναµε σε ντέρµπι».
Το ελληνικό πρωτάθλημα σε σχέση με το ιταλικό;
«Τώρα το ελληνικό πρωτάθληµα βρίσκεται πολλά χρόνια πίσω σε σχέση µε το Καµπιονάτο. Παλαιότερα όταν έπαιζαν στην Ελλάδα παίκτες όπως ο Μίλκοβιτς, ο Ντάντε, τότε ήταν διαφορετικά. Ο Ολυµπιακός, ο Ηρακλής ή ο Παναθηναϊκός των προηγούµενων χρόνων θα µπορούσαν να σταθούν στο Καµπιονάτο. Σήµερα όµως δύσκολα».
Η κρίση στην Ιταλία έχει αγγίξει το βόλεϊ;
«Μέχρι στιγµής δεν φαίνεται κάτι. Ποτέ όµως δεν ξέρεις. Θα ήταν κρίµα να καταστραφεί ένα τέτοιο πρωτάθληµα. Βέβαια οι Ιταλοί δεν πληρώνουν τόσο καλά όσο οι Ρώσοι ή οι Τούρκοι, γι’ αυτό βλέπουµε παίκτες όπως ο Μίλκοβιτς να προτιµούν να παίξουν στην Τουρκία αντί στην Ιταλία. Υπάρχουν όµως παίκτες που προτιµούν την Ιταλία όπου παίζεται πραγµατικά βόλεϊ, σκληρό βόλεϊ. Πάνε µικροί, µαθαίνουν, γίνονται δυνατοί και µετά πάνε για τα λεφτά στη Ρωσία ή στην Τουρκία».
Τι χαρακτηρίζει αγωνιστικά το ιταλικό βόλεϊ;
«Πρώτον, η οργανωµένη προσέγγιση κάθε αγώνα. Οι προπονητές θα µελετήσουν ώρες ατελείωτες τη στατιστική για να αναλύσουν κάθε αντίπαλο παίκτη. ∆ύο µέρες πριν από το µατς θα δούµε σε βίντεο την αντίπαλη οµάδα. Στο σπίτι θα πάρεις όλα τα στοιχεία για τους αντιπάλους και την επόµενη ηµέρα θα πας στο µατς διαβασµένος. Στοιχεία για την κάθε φάση του παιχνιδιού, για τις συνήθειες του αντίπαλου πασαδόρου, του ακραίου, του κεντρικού, κάθε παίκτη. ∆εύτερον, δουλεύουν πολύ στην τακτική στην προπόνηση. Τρίτον, κάνουν πολλά βάρη και δίνουν πολύ µεγάλη σηµασία στη φυσική κατάσταση».
Στην ομάδα σου έχεις ανταγωνισμό για τη θέση του κεντρικού;
«Βέβαια. Οι άλλοι κεντρικοί είναι Ιταλοί. Αυτοί, αν και είναι πιο µεγάλοι σε ηλικία και πιο έµπειροι, ποτέ δεν θα µε συµβουλεύσουν στην προπόνηση για να διορθώσω ένα λάθος µου. Είναι εκεί για να µε φάνε, για να πάρουν τη θέση µου. Εξω από την προπόνηση είµαστε µια χαρά, φίλοι. Αλλά µέσα στο γήπεδο όχι. Μπήκα και εγώ σε αυτό το κλίµα και πλέον έχω γίνει σκυλί».
«Οχι. Το µόνο δύσκολο για µένα ήταν ότι για πρώτη φορά πήγαινα σε µια ξένη χώρα ως επαγγελµατίας αθλητής χωρίς να ξέρω καν τη γλώσσα, όντας µόνος µου, σε ένα εντελώς άγνωστο περιβάλλον. Από την άλλη είχα τη θέληση να προσπαθήσω. Ηξερα γιατί µε ήθελαν. Πήγα σε ένα πολύ δυνατό πρωτάθληµα και σε µια οµάδα που δίνει πολλά παιχνίδια, µε σκληρές και δυνατές προπονήσεις, µε πολλά ταξίδια. ∆εν υπάρχει χρόνος για ξεκούραση. Το πρόγραµµα είναι πολύ δύσκολο. Πάντως όταν έχεις έναν προπονητή που σε εµπιστεύεται, δουλεύεις σκληρά και πιστεύεις στον εαυτό σου, προχωρείς. Η διοίκηση, το τεχνικό τιµ, όλοι είναι ευχαριστηµένοι µαζί µου. Οι φίλαθλοι είναι ενθουσιασµένοι. Με φωνάζουν animale (σ.σ.: λέξη που υπονοεί τον θηριώδη άνθρωπο) γιατί πρώτη φορά είχαν έναν τόσο ψηλό κεντρικό. Είµαι και ο πιο µικρός στην οµάδα και µε έχουν αγκαλιάσει».
Σύγκρινε τις συνθήκες στην Τρεντίνο και στην Ιταλία με αυτές που υπήρχαν στον Ολυμπιακό και γενικότερα στο ελληνικό βόλεϊ.
«Είναι τεράστια η διαφορά. Σε επίπεδο οµοσπονδίας, Λίγκας και τέλος οµάδας. Είναι πολύ πιο οργανωµένοι. Προσέχουν πολύ τους παίκτες. Αν, για παράδειγµα, ένας παίκτης µείνει χωρίς οµάδα ή τραυµατιστεί, η οµοσπονδία θα βρεθεί δίπλα του. Να του βρει οµάδα ή να του παράσχει όλα τα απαραίτητα για την αποκατάστασή του. Σε επίπεδο οµάδας και αρχίζοντας από το γήπεδο, για έναν επαγγελµατία αθλητή είναι ένας παράδεισος. Στους τρεις µήνες που είµαι εκεί δεν έχω µπει ούτε µια φορά σε σκέψεις σε σχέση µε αυτά που έχω συµφωνήσει µε την οµάδα. Στο γήπεδο υπάρχει η κατάλληλη θερµοκρασία, ζεστό νερό κ.λπ., πράγµατα που εµείς πέρυσι στον Ολυµπιακό δεν είχαµε. Οι εγκαταστάσεις του συλλόγου έχουν ένα πλήρως εξοπλισµένο γυµναστήριο και ένα πλήρως εξοπλισµένο φυσικοθεραπευτήριο µε πέντε φυσικοθεραπευτές. Εχουµε χώρο µε τζακούζι, σάουνα και πισίνα. Εχουµε ακόµη και προσωπικό χώρο µε 6-7 ζευγάρια παπούτσια. Πληρωνόµαστε κάθε µήνα χωρίς την παραµικρή καθυστέρηση. Κάθε παίκτης έχει γύρω του δέκα ανθρώπους που θα τον βοηθήσουν σε όποια δυσκολία παρουσιαστεί. Για ό,τι χρειαστείς δεν είναι ανάγκη να πάρεις δύο φορές τηλέφωνο. Υστερα η ατµόσφαιρα στα γήπεδα είναι σαν να βρίσκεσαι στο ΝΒΑ. Σε όλα τα γήπεδα που έχουµε παίξει, µικρά ή µεγάλα, είναι γεµάτα. Οι φίλαθλοι τραγουδούν, χειροκροτούν. Πηγαίνουν για να απολαύσουν το παιχνίδι. ∆εν φοβάσαι ότι θα δεχθείς µπουκάλια. Αυτή η ατµόσφαιρα σου δηµιουργεί τη διάθεση να παίξεις και εσύ καλύτερα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το µόνο που σε απασχολεί είναι το βόλεϊ, η δουλειά σου».
Στις ήττες πώς είναι τα πράγματα;
«∆εν υπάρχει κανένα πρόβληµα. Οι φίλαθλοι θα χειροκροτήσουν. Ο πρόεδρος θα έρθει να µας χαιρετήσει όλους. ∆εν υπάρχει η πίεση που είχαµε στην Ελλάδα, ειδικά όταν χάναµε σε ντέρµπι».
Το ελληνικό πρωτάθλημα σε σχέση με το ιταλικό;
«Τώρα το ελληνικό πρωτάθληµα βρίσκεται πολλά χρόνια πίσω σε σχέση µε το Καµπιονάτο. Παλαιότερα όταν έπαιζαν στην Ελλάδα παίκτες όπως ο Μίλκοβιτς, ο Ντάντε, τότε ήταν διαφορετικά. Ο Ολυµπιακός, ο Ηρακλής ή ο Παναθηναϊκός των προηγούµενων χρόνων θα µπορούσαν να σταθούν στο Καµπιονάτο. Σήµερα όµως δύσκολα».
Η κρίση στην Ιταλία έχει αγγίξει το βόλεϊ;
«Μέχρι στιγµής δεν φαίνεται κάτι. Ποτέ όµως δεν ξέρεις. Θα ήταν κρίµα να καταστραφεί ένα τέτοιο πρωτάθληµα. Βέβαια οι Ιταλοί δεν πληρώνουν τόσο καλά όσο οι Ρώσοι ή οι Τούρκοι, γι’ αυτό βλέπουµε παίκτες όπως ο Μίλκοβιτς να προτιµούν να παίξουν στην Τουρκία αντί στην Ιταλία. Υπάρχουν όµως παίκτες που προτιµούν την Ιταλία όπου παίζεται πραγµατικά βόλεϊ, σκληρό βόλεϊ. Πάνε µικροί, µαθαίνουν, γίνονται δυνατοί και µετά πάνε για τα λεφτά στη Ρωσία ή στην Τουρκία».
Τι χαρακτηρίζει αγωνιστικά το ιταλικό βόλεϊ;
«Πρώτον, η οργανωµένη προσέγγιση κάθε αγώνα. Οι προπονητές θα µελετήσουν ώρες ατελείωτες τη στατιστική για να αναλύσουν κάθε αντίπαλο παίκτη. ∆ύο µέρες πριν από το µατς θα δούµε σε βίντεο την αντίπαλη οµάδα. Στο σπίτι θα πάρεις όλα τα στοιχεία για τους αντιπάλους και την επόµενη ηµέρα θα πας στο µατς διαβασµένος. Στοιχεία για την κάθε φάση του παιχνιδιού, για τις συνήθειες του αντίπαλου πασαδόρου, του ακραίου, του κεντρικού, κάθε παίκτη. ∆εύτερον, δουλεύουν πολύ στην τακτική στην προπόνηση. Τρίτον, κάνουν πολλά βάρη και δίνουν πολύ µεγάλη σηµασία στη φυσική κατάσταση».
Στην ομάδα σου έχεις ανταγωνισμό για τη θέση του κεντρικού;
«Βέβαια. Οι άλλοι κεντρικοί είναι Ιταλοί. Αυτοί, αν και είναι πιο µεγάλοι σε ηλικία και πιο έµπειροι, ποτέ δεν θα µε συµβουλεύσουν στην προπόνηση για να διορθώσω ένα λάθος µου. Είναι εκεί για να µε φάνε, για να πάρουν τη θέση µου. Εξω από την προπόνηση είµαστε µια χαρά, φίλοι. Αλλά µέσα στο γήπεδο όχι. Μπήκα και εγώ σε αυτό το κλίµα και πλέον έχω γίνει σκυλί».
Η ΕΠΙΛΟΓΗ
Γιατί προτίµησε την ΕλλάδαΣτην Τρεντίνο κεντρικός, στην εθνική ομάδα διαγώνιος. Τι προτιμάς τελικά;
«Παίζω σε µια πολύ καλή οµάδα κεντρικός αλλά κάποια στιγµή θέλω να παίξω διαγώνιος όχι µόνο γιατί µου αρέσει πολύ αλλά γιατί ο διαγώνιος είναι ο σταρ της οµάδας. Ο κεντρικός είτε παίζει καλά είτε άσχηµα, λίγο φαίνεται αυτό. Ο διαγώνιος είναι ο ηγέτης, αυτός που τραβάει µπροστά όλη την οµάδα. Αργότερα θα φανεί αν µπορώ να παίξω σαν υψηλού επιπέδου διαγώνιος. Αυτή τη στιγµή είµαι καλύτερος ως κεντρικός».
Στην Εθνική ευχαριστιέσαι για τη θέση που παίζεις;
«Οχι µόνο γι’ αυτό. Ευχαριστιέµαι και την προπόνηση και ότι είµαστε µια νέα οµάδα έπειτα από χρόνια. Ειδικά εµείς οι πιτσιρικάδες απολαµβάνουµε το κάθε λεπτό. Βράζει το αίµα µας. Ολοι θέλουµε να βελτιωθούµε. Υπάρχει ταλέντο. Το θέµα είναι οργανωτικό. Πόσο µπορεί να µας προσέξει η οµοσπονδία για να κάνουµε σωστή προετοιµασία. Αυτή η οµάδα έχει µέλλον. Σε ένα-δυο χρόνια µπορεί να φτάσει ψηλά. Αν µας συγκρίνεις µε τους σέρβους νέους θα δεις ότι εµείς έχουµε περισσότερο ταλέντο. Στην Ιταλία στην ηλικία µας δεν υπάρχουν τόσα ταλέντα όσα στην Ελλάδα».
Η καταγωγή σου είναι σερβική, από τη Βοσνία. Γιατί επέλεξες την Εθνική Ελλάδας;
«Οταν σε ηλικία 16 ετών επέστρεψα µε την οικογένειά µου στην Ορεστιάδα ο µπαµπάς µου είπε “µπορείς να αγωνισθείς µε την Εθνική Σερβίας ή µε την Εθνική Ελλάδας. ∆ιάλεξε εσύ”. Εγώ σκέφθηκα ότι όλοι οι φίλοι µου είναι εδώ στην Ελλάδα, στην Ορεστιάδα. Στη Σερβία ποιον έχω; Τότε επρόκειτο να βγάλω ελληνικό διαβατήριο µε τη βοήθεια της Ορεστιάδας. Εν τω µεταξύ υπέγραψα στον Ολυµπιακό. Μέσα στο συµβόλαιο είχα βάλει ως όρο ότι έπρεπε να µε βοηθήσουν να βγάλω ελληνικό διαβατήριο. Η οµοσπονδία δεν έκανε τίποτε για το διαβατήριο. Ο κ. Μαρινάκης µε είχε βοηθήσει. Τότε µου ζήτησαν από την Εθνική Σερβίας να πάω. Εγώ τους είπα ότι θα αγωνισθώ µε την Ελλάδα».
Εχεις μετανιώσει;
«Οχι, αλλά όταν βλέπω ότι οι γονείς µου δεν έχουν άδεια παραµονής... Εγώ έχω ελληνικό διαβατήριο αλλά οι γονείς µου είναι ξένοι, αν και ζουν στην Ελλάδα 11-12 χρόνια. Εγώ διάλεξα την Ελλάδα για συναισθηµατικούς λόγους. Ο δικός µου κόσµος είναι στην Ελλάδα».
ΠΗΓΗ www.volleynews.gr