Σελίδες


Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Η πολυτέλεια των κρατικών επιχορηγήσεων



ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Βάλτε τη λέξη "αθλητισμός", όπου υπάρχει η λέξη "θέατρο"

Οταν στις αρχές του περασμένου Μαρτίου ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος ανακοίνωσε ότι, μετά 36 χρόνια λειτουργίας, κλείνει το «Αμφιθέατρό» του, λόγω οικονομικών προβλημάτων, μπήκα σε μια ιστοσελίδα –την οποία μου συνέστησε γνώστης των θεατρικών πραγμάτων ως έγκυρη– και μέτρησα τον αριθμό των παραστάσεων, τις οποίες μπορούσε να δει κανείς εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα. Με κατάπληξη, διαπίστωσα ότι αριθμούσαν τις διακόσιες εβδομήντα μία (271)! Ο κάθε θεατρόφιλος, δηλαδή, είχε 271 επιλογές για τη θεατρική του έξοδο. Εκανα την ίδια καταμέτρηση και στις θεατρικές σκηνές του Λονδίνου, που θεωρείται η θεατρική πρωτεύουσα του κόσμου και βρήκα μόλις σαράντα μία παραστάσεις σε ισάριθμες σκηνές του West End. (Υπάρχουν, βέβαια, και περιφερειακές σκηνές στο Λονδίνο, αλλά το σύνολο σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει –ούτε καν προσεγγίζει– τον αριθμό των θεατρικών σκηνών που λειτουργούν στην Αθήνα)
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο του θεατρικού γιγαντισμού της Αθήνας, αναρωτιέμαι ειλικρινά τι νόημα έχει να συνεχίζεται το σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού και κατά πόσον η πολιτική αυτή αποβαίνει εν τέλει προς όφελος του θεάτρου. Στο κάτω κάτω, αν υποθέσουμε ότι είναι χρέος του κράτους να μεριμνά για την προαγωγή της τέχνης του θεάτρου, το εκπληρώνει και με το παραπάνω: υπάρχει το Εθνικό, υπάρχει το ΚΒΘΕ για να μην παραπονείται η Θεσσαλονίκη, υπάρχουν και τα ΔΗΠΕΘΕ για να μην παραπονείται η επαρχία. Με το θέατρο ασχολείται κανείς επειδή το λατρεύει, επειδή αισθάνεται ότι αναπνέει μόνον όταν είναι επάνω στη σκηνή, επειδή από τριών ετών δεν μπορούσε να φαντασθεί τον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά μόνον θέατρο. (Κάτι τέτοια δεν λένε οι ηθοποιοί του συρμού στις συνεντεύξεις τους;) Γιατί, λοιπόν, σώνει και καλά οφείλει το κράτος να ενισχύει με χρήματα των φορολογουμένων το καλώς νοούμενο ψώνιο του καθενός;
Η σοβούσα κρίση έδειξε ότι το ώς τώρα ισχύον σύστημα επιδοτήσεων ήταν μια πολυτέλεια, η οποία δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να υφίσταται. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ηθοποιοί και σκηνοθέτες μαζεύτηκαν στην αυλή του Υπουργείου Πολιτισμού και διαμαρτυρήθηκαν, επειδή το υπουργείο ακόμη δεν τους έχει καταβάλει εγκεκριμένες επιχορηγήσεις των τελευταίων δυο - τριών ετών. Η διαμαρτυρία τους ήταν απολύτως δικαιολογημένη και είναι υποχρέωση του κράτους να τηρήσει την υπόσχεσή του απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Για τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του, όμως, είναι και υποχρέωσή του να παύσει το καθεστώς των επιχορηγήσεων, που ούτε είναι αντικειμενικό ούτε λειτουργεί με διαφάνεια.
Στη χθεσινή συνέντευξή του, ο Παύλος Γερουλάνος είχε την εντιμότητα να αναλάβει την ευθύνη των καθυστερήσεων (πόσο παρήγορο είναι αυτό, για έναν θιασάρχη που τον κυνηγά η τράπεζα για εκπρόθεσμες οφειλές, είναι άλλη υπόθεση...) και υποσχέθηκε ότι θα εξασφαλίσει επιπλέον ένα εκατομμύριο για την εξόφληση παλαιότερων υποχρεώσεων του υπουργείου. Δεν είχε όμως τη γενναιότητα να βάλει τέλος, με την ευκαιρία της κρίσης, σε ένα σύστημα, το οποίο από τη φύση του διολισθαίνει στην εφαρμογή ευνοιοκρατικών κριτηρίων. Σχεδιάζει, όπως είπε, ένα νέο σύστημα, που θα λειτουργεί βάσει καλλιτεχνικών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων διαβάζω ότι είναι και τα εξής: «Η αποκέντρωση, ο αριθμός απασχολούμενων ηθοποιών και συντελεστών, η σύμπραξη καλλιτεχνών διαφορετικών γενεών, η συμβολή στη διεύρυνση του θεατρικού κοινού, η έλλειψη ιδιόκτητης θεατρικής στέγης ή στέγης με μακροχρόνια μίσθωση, η πραγματοποίηση της παράστασης σε θέατρο προσβάσιμο σε άτομα με κινητική αναπηρία».
Παρόμοια κριτήρια οπωσδήποτε θέτουν το πλαίσιο της αντικειμενικότητας, αλλά δεν είναι καλλιτεχνικά. Λόγου χάριν, εκείνος ο ηθοποιός, που φροντίζει για την εύκολη πρόσβαση των αναπήρων στο θέατρο που παίζει ο θίασος του, είναι οπωσδήποτε ένας καλός άνθρωπος· αλλά δεν είναι απαραιτήτως και καλός ηθοποιός. Επίσης, εκείνος που συμβάλλει στη «διεύρυνση του θεατρικού κοινού», είναι –προφανώς– εκείνος που κόβει περισσότερα εισιτήρια. Αρα, γιατί να τον επιδοτήσεις με τα χρήματα των φορολογουμένων; Στην πραγματικότητα, το σχέδιο του Γερουλάνου είναι η φενάκη ενός ρομαντικού, διότι, πολύ απλώς, η καλλιτεχνική αξία με την αντικειμενικότητα δεν μπορούν να συμβαδίζουν. Την καλλιτεχνική αξία μόνον οι ειδικοί μπορούν να την αναγνωρίσουν εγκύρως, ενώ η αντικειμενικότητα είναι κάτι που πρέπει να γίνεται αμέσως αντιληπτό από όλους. Οταν ο Κουν, λ.χ., έκανε την πραγματικά πρωτοποριακή θεατρική δουλειά του στην μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν νομίζω να ελάμβανε καμιά επιχορήγηση από το κράτος.
Το σχέδιο του Γερουλάνου φοβάμαι ότι θα αποδειχθεί μία ακόμη απελπισμένη προσπάθεια του κράτους να επινοήσει εξ αρχής τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας τα ίδια υλικά – και, ως τέτοιο, το πιθανότερο είναι να αποτύχει. Το καλύτερο θα ήταν το κράτος να αποσυρθεί από δραστηριότητες με τις οποίες δεν έχει καμία δουλειά. Αν συνέβαινε αυτό, έστω και στον κόσμο του θεάτρου, θα ισοδυναμούσε με αληθινή επανάσταση. Βλέπουμε, όμως, πως, παρ’ όλον ότι το κράτος δεν έχει πια λεφτά για πολυτέλειες, δεν αντέχει στην ιδέα να συρρικνώσει το δίκτυο της επιρροής του στην κοινωνία – και οι επιχορηγήσεις είναι ένα μέσον για την άσκηση της επιρροής. Πέραν του πολιτικού συμφέροντος όμως, η διατήρηση των επιχορηγήσεων οφείλεται και στο ταμπού που μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση και η εποχή της, με προσωπικότητες υπερτιμημένες όπως η Μελίνα Μερκούρη: την αποθέωση της κουλτούρας, γενικώς και αδιακρίτως.

πηγη http://www.volleynews.gr/