Σελίδες


Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Ανατροπές, εκπλήξεις και όνειρα... 17ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΩΤ/ΜΑ ΙΤΑΛΙΑΣ

''Στη σύγκριση με μια γειτονική μας χώρα, με την οποία γενικώς μας αρέσει να πιστεύουμε ότι έχουμε ομοιότητες, δεν έχουμε την παραμικρή τύχη. Κι αυτά όλα τα τελευταία μας κάνουν να συνειδητοποιούμε πόσο μακρύ δρόμο έχουμε και πόση απίστευτη δουλειά αλλά και συσπείρωση χρειαζόμαστε για να φέρουμε ξανά το βόλλεϋ στην Ελλάδα εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται.''

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΑΡΑΣ



Ήταν το Πρωτάθλημα των ανατροπών. Ήταν το Πρωτάθλημα των εκπλήξεων. Ήταν το Πρωτάθλημα των χαμένων ευκαιριών και των ονείρων, για πολλούς, πού πάνε πια. Ήταν το Πρωτάθλημα των 16 ημερών, 24 ομάδων και 10 πόλεων. Και των περισσοτέρων των 300.000 φιλάθλων που (με ελάχιστες εξαιρέσεις) γέμιζαν τα γήπεδα ακόμη κι όταν δεν έπαιζε η Ιταλία. Ήταν, ακόμη, και το Πρωτάθλημα των …γυναικών, με, για πρώτη φορά στην ιστορία, δύο γυναίκες διαιτητές, αλλά και δύο γυναίκες team managers (σε Γερμανία και Βραζιλία).
Το 17ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα βόλλεϋ ανδρών -το μεγαλύτερο οργανωτικά εγχείρημα στην ιστορία του αθλήματος- πέρασε πια στα βιβλία, με τη Βραζιλία πρωταθλήτρια κόσμου για τρίτη διαδοχική χρονιά. Κι αν όμως στα βιβλία η Βραζιλία θα φιγουράρει με χρυσά γράμματα, η πορεία της στη διαδρομή των 16 ημερών κρύβει μελανά σημεία. Μελανά σημεία που «ανάγκασαν» 11.000 φιλάθλους στο κατάμεστο Palalottomatica (πρώην PalaEUR) της Ρώμης να αποδοκιμάσουν με μια φωνή τον προπονητή Μπερνάρντο Ρεζέντε στην παρουσίαση των ομάδων λίγο πριν από την έναρξη του τελικού εναντίον της Κούβας.

Η Βραζιλία έπαιζε πραγματικά βόλλεϋ σε άλλο επίπεδο από κάθε άλλη ομάδα. Ήταν μεν η πιο γερασμένη ομάδα του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, αλλά ήταν και η πιο έμπειρη, με απίστευτα πολλές λύσεις σε κάθε επιθετική ανάπτυξή της. Ακριβώς γι αυτό, λοιπόν, δεν χρειαζόταν τα τερτίπια των αρχικών γύρων - ιδίως στον αγώνα εναντίον της Βουλγαρίας, στον οποίο και οι δύο ομάδες προτιμούσαν να ηττηθούν προκειμένου να αποφύγουν συγκεκριμένους αντιπάλους στην επόμενη φάση. Την αγωνιστική παρουσία και συμπεριφορά της Βραζιλίας στον αγώνα αυτόν οι Ιταλοί φίλαθλοι ούτε λησμόνησαν ούτε συγχώρεσαν, μέχρι και την τελευταία ημέρα του Πρωταθλήματος.

Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιταλίας, όμως, χαρακτηρίσθηκε και από την αγωνιστική αποτυχία της Ευρώπης. Για πρώτη φορά από το 1998 στο Τόκυο, η Ευρώπη είχε μόνον δύο παρουσίες στην τετράδα. Την τελευταία στιγμή πριν από τα ημιτελικά, η Βουλγαρία σπατάλησε μοναδική ευκαιρία να είναι η τρίτη εκπρόσωπος της Ευρώπης (και δεύτερη των Βαλκανίων) στα ημιτελικά, όταν προηγήθηκε στον καθοριστικό αγώνα της με την Κούβα 2-1 και 23-21, αλλά επέτρεψε στην ομάδα της Καραϊβικής να οδηγήσει το παιγνίδι σε τάϊ-μπρέϊκ, όπου τελικά υπέκυψε με άνεση.
Χαμένη πήγε και η ευκαιρία της Βουλγαρίας και να υπερασπισθεί ή να βελτιώσει το χάλκινο μετάλλιο που είχε κερδίσει στην προηγούμενη διοργάνωση, το 2006 στο Τόκυο.

Το βάρος της υπεράσπισης της «χαμένης τιμής» της Ευρώπης και των Βαλκανίων στη Ρώμη έπεσε στους ώμους των Σέρβων και των γηπεδούχων Ιταλών. Και οι μεν Σέρβοι υπέκυψαν κι αυτοί σε πέντε σετ στη νεανική και ενθουσιώδη Κούβα. Οι δε Ιταλοί (που είχαν φθάσει στην τετράδα από τον ευκολότερο δυνατό δρόμο μέσα από ένα αγωνιστικό σύστημα εμπνευσμένο από τους ίδιους ακριβώς με αυτόν τον σκοπό, αλλά και πού όποτε χρειάσθηκε στάθηκαν αγωνιστικά στο ύψος των περιστάσεων) δεν είχαν καμία τύχη απέναντι στους Βραζιλιάνους.

Αναμφισβήτητα η Κούβα δεν ήταν άξια αντίπαλος της Βραζιλίας στον τελικό και η Σερβία σίγουρα θα είχε προβάλει σθεναρότερη αντίσταση στους πρωταθλητές κόσμου. Όμως, στην 61χρονη ιστορία του θεσμού καταγράφηκε στη Ρώμη ο πρώτος τελικός χωρίς ευρωπαϊκή παρουσία.

Οι ευρωπαϊκές ομάδες είχαν κι άλλες κακές στιγμές στην Ιταλία. Μετά τους δύο πρώτους γύρους η μοναδική ευρωπαϊκή απώλεια να ήταν της Πολωνίας (που επέστρεψε πρόωρα στη Βαρσοβία για να ανασυντάξει δυνάμεις εν όψει του επομένου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, που θα φιλοξενήσει η ίδια το 2014) και η γηραιά ήπειρος συνέχιζε στη διοργάνωση με 8 στις 12 ομάδες. Εκεί, όμως, η κυριαρχία σταμάτησε και σε μία τουλάχιστον περίπτωση τα προβλήματα άρχισαν - όταν ο Γάλλος ακραίος Εαρβίν Νγκαπέτ ήρθε στα χέρια με τον προπονητή του Φιλίπ Μπλαίν και εστάλη κακήν κακώς πίσω στη Γαλλία, φέρνοντας στη μνήμη μέρες Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου.

Και καμία από τις λοιπές ευρωπαϊκές παρουσίες δεν κατάφερε να αφήσει τις θετικές εντυπώσεις που άφησαν ομάδες από άλλες ηπείρους, όπως η νεανική και ψυχωμένη Αργεντινή, που υπόσχεται πολλά για το μέλλον, ή το πολύχρωμο και συμπαθέστατο Καμερούν, που μέχρι τον τελευταίο πόντο του στον β΄ γύρο ήταν με το ένα πόδι στη 12άδα. Ή ακόμη και το Ιράν, που τελικά υπέκυψε γρήγορα απέναντι σε μια άχρωμη και άοσμη Ιαπωνία.

Ως Έλληνας, όμως, δεν μπορούσες να μη νοιώσεις μια μικρή θλίψη σχεδόν κάθε μέρα από τις 16 που διήρκεσε το Πρωτάθλημα.
Και δεν είναι μόνον ο αγωνιστικός τομέας, στον οποίο για πρώτη φορά από το 1990 η Ελλάδα ήταν απούσα.
Ήταν επίσης το οργανωτικό: Είκοσι τέσσερις ομάδες σε δέκα πόλεις, από το Τορίνο και την Τεργέστη στο βορρά, μέχρι το Ρέτζιο και την Κατάνια στο νότο. Παρά τον …μεσογειακό χαρακτήρα πολλών σημείων του οργανωτικού τομέα (που καμιά φορά άφηναν ορισμένους βορειοευρωπαίους σε δικαιολογημένη απόγνωση), η επιτυχία των Ιταλών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πώς θα μπορούσε η δική μας χώρα να ξεκινήσει και να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα, με δέκα πλήρως επανδρωμένες τοπικές οργανωτικές επιτροπές; Πού θα μπορούσαμε να βρούμε δέκα πόλεις με εγκαταστάσεις για αγώνες επιπέδου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, όχι μόνον για τους αγώνες, αλλά και για τις προπονήσεις των ομάδων, ή ακόμη και για τη διαμονή τους;

Μα πιο πολύ απ’ όλα ήταν το φίλαθλο κοινό. Συνολικά περισσότεροι από 300.000 Ιταλοί γέμιζαν σχεδόν κάθε βράδυ όλα τα γήπεδα, για έναν μέσο όρο 4.500 θεατών σε κάθε ένα από τα 78 παιγνίδια. Και μιλάμε για θεατές που πλήρωσαν εισιτήριο - όχι για μαθητές και φαντάρους και εργάτες από εργοστάσια, ούτε και για προσκλήσεις αφειδώς μοιρασμένες σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μη μείνουν άδεια τα γήπεδα.

Επίσης, μιλάμε για θεατές με επίπεδο και βαθειά γνώση του αθλήματος, που χειροκροτούσαν κάθε αντίπαλο της Ιταλίας, που στεκόντουσαν με σεβασμό σε κάθε Εθνικό Ύμνο, ενώ παράλληλα δημιουργούσαν πανδαιμόνιο στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την Εθνική ομάδα τους. Και τη μοναδική φορά που σηκώθηκαν εν χορώ και αποδοκίμασαν τον Ρεζέντε, έδειξαν με τον καλύτερο τρόπο πόσο δεν ανέχονται να μην τυγχάνουν σεβασμού από τις ομάδες που πλήρωσαν για να δουν αγωνιζόμενες.

Στη σύγκριση με μια γειτονική μας χώρα, με την οποία γενικώς μας αρέσει να πιστεύουμε ότι έχουμε ομοιότητες, δεν έχουμε την παραμικρή τύχη. Κι αυτά όλα τα τελευταία μας κάνουν να συνειδητοποιούμε πόσο μακρύ δρόμο έχουμε και πόση απίστευτη δουλειά αλλά και συσπείρωση χρειαζόμαστε για να φέρουμε ξανά το βόλλεϋ στην Ελλάδα εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται.