Από τη μια τα συμφέροντα των ερασιτεχνικών σωματείων, που φοβούνται για την αφαίμαξη των ταλέντων τους από τους «μεγάλους» και «πλούσιους» συλλόγους και τα ΤΑΠ. Από την άλλη οι κορυφαίοι σύλλογοι, που γκρινιάζουν για την έλλειψη ταλέντων αλλά και για τη δυσκολία να τα αποκτήσουν και να τα αναδείξουν σε υψηλού επιπέδου διοργανώσεις. Το ελληνικό βόλεϊ καλείται για άλλη μια φορά να λύσει ένα γόρδιο δεσμό προς όφελος όλων των πλευρών και κυρίως.........
εξελίσσοντας και αναβαθμίζοντας την παραγωγική διαδικασία του, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για ένα ευοίωνο μέλλον. Στην προσπάθεια αυτή μπορεί να εκμεταλλευτεί τη διεθνή εμπειρία και ιδίως αυτήν της Ιταλίας, όπου εδώ και δεκαετίες εξελίσσεται το κορυφαίο επαγγελματικό πρωτάθλημα στον κόσμο, ενώ από την άλλη πλευρά, παρά τη σχετική υποχώρηση τα τελευταία χρόνια, η εθνική ομάδα της είχε καταγράψει μοναδικές επιτυχίες, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990.
Η μαγική λέξη στο βολεϊμπολιστικό ιταλικό λεξιλόγιο είναι η λέξη «καρτελίνο» και πίσω από αυτή μια διαδικασία με την οποία από τη μια προστατεύονται τα σωματεία που αναδεικνύουν ταλέντα και από την άλλη δίνεται η δυνατότητα στις μεγάλες επαγγελματικές ομάδες να χρησιμοποιούν αλλά και να εκτοξεύουν σε παγκόσμια επίπεδα τους νεαρούς βολεϊμπολίστες κλάσης. Το κυριότερο, προστατεύει και καθιστά συμφέρουσα την παραγωγική διαδικασία δίνοντας κίνητρα μόνιμα και σταθερά στα σωματεία που ασχολούνται με την ανάπτυξη. Έτσι, τα «μικρά» και ερασιτεχνικά σωματεία αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα την ανίχνευση και την ανάπτυξη των ταλέντων προσλαμβάνοντας προπονητές έμπειρους και πρώτης γραμμής, προσδοκώντας σε μελλοντικά αθλητικά κέρδη αλλά και οικονομικά έσοδα.
Το σύστημα του καρτελίνο στην Ιταλία έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: ο παίκτης σε όλη σχεδόν την καριέρα του, για την ακρίβεια μέχρι να συμπληρώσει την ηλικία των 34 ετών, αποδίδει έσοδα στην πρώτη ομάδα από την οποία έχει αναδειχθεί, ως ποσοστό ενοικίασης της ομάδας που έχει το δελτίο του παίκτη. Σημειώνεται ότι το δελτίο του παίκτη παραμένει στην πρώτη ομάδα του, εκτός και αν η ομάδα που θέλει να τον αποκτήσει πληρώσει για να το πάρει. Με τον τρόπο αυτό αγοράζει και τα δικαιώματα του παίκτη, τα οποία ανήκουν πάντα στην ομάδα που έχει το δελτίο του.
Για τους παίκτες που συμμετέχουν στα πρωταθλήματα της Α1 και της Α2 ισχύει το καθεστώς της «δέσμευσης» μέχρι την αγωνιστική περίοδο στη διάρκεια της οποίας ο αθλητής θα συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας του. Με την προϋπόθεση να έχει αγωνιστεί τουλάχιστον μία φορά ή να είναι στο φύλλο αγώνα του 50% των αγώνων. Η «δέσμευση» μπορεί να επεκταθεί για διάστημα μέχρι πέντε χρόνων με συμφωνία μεταξύ του παίκτη και του σωματείου. Μετά το τέλος της περιόδου «δέσμευσης» ο παίκτης είναι ελεύθερος να μεταγράφεται σε άλλη ομάδα, αλλά πρέπει να αποδίδει ποσοστό «ενοικίασης» στην ομάδα προέλευσής του.
Με εξαιρετική ακρίβεια περιγράφονται στον κανονισμό οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες για την απόκτηση ενός παίκτη που έχει αγωνισθεί στην Α1 ή στην Α2 κατηγορία του ιταλικού βόλεϊ. Η ομάδα που θέλει να αποκτήσει το δελτίο ενός παίκτη που βρίσκεται πλέον εκτός «δέσμευσης» πρέπει να πληρώσει αποζημίωση στην ομάδα στην οποία ανήκει το δελτίο του. Αν οι δύο ομάδες δεν συμφωνήσουν, τότε η αποζημίωση προσδιορίζεται από μια σειρά παραμέτρους που ορίζονται από τον κανονισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι αποζημίωση για το δελτίο δίνουν στην ομάδα που το κατέχει και οι Ιταλοί παίκτες που επιστρέφουν στην πατρίδα τους προερχόμενοι από ομάδα του εξωτερικού.
Σε περίπτωση μη συμφωνίας μεταξύ δύο ομάδων για τη μεταβίβαση ενός παίκτη απαλλαγμένου από τη «δέσμευση» το ποσό της αποζημίωσης της κατόχου του δελτίου προκύπτει από τρεις παράγοντες: α) ένα ποσό βάσης, που ανέρχεται στα 15.000 ευρώ β) από το σε ποια κατηγορία ανήκουν οι δύο συναλλασσόμενες ομάδες γ) από την αξία του αθλητή.
Αν η συμφωνία γίνεται μεταξύ δύο ομάδων της Α1, τότε ο συντελεστής είναι 4, ενώ αν είναι μεταξύ δύο ομάδων της Α2 ο συντελεστής είναι 2. Για συμφωνία μεταξύ ομάδων της Α1 και της Α2 ο συντελεστής είναι 3.
Όσον αφορά την αξία του παίκτη, υπάρχουν οι εξής κατηγοροποιήσεις: 1ο επίπεδο με συντελεστή 3 για παίκτη που τα δύο προηγούμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον μία φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε τελική φάση Παγκόσμιου ή Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. 2ο επίπεδο με συντελεστή 2 για παίκτη που τα δύο προηγούμενα χρόνια αγωνίστηκε τουλάχιστον μία φορά σε προκριματική φάση των παραπάνω διοργανώσεων ή σε αγώνες του Γουόρλντ Λιγκ και του Παγκόσμιου Κυπέλλου. 3ο επίπεδο με συντελεστή 1,5 για παίκτη που συμμετείχε τα δύο προηγούμενα χρόνια τουλάχιστον μία φορά σε τελική φάση πλέι οφ του Καμπιονάτο ή στον τελικό του Κυπέλλου Ιταλίας ή σε αγώνα του φάιναλ φορ Ευρωπαϊκού Κυπέλλου. 4ο επίπεδο με συντελεστή 0.8 για παίκτη που αγωνίστηκε σε λιγότερους από τους μισούς αγώνες του Καμπιονάτο, χωρίς να είναι τραυματίας. Το σύνολο της αποζημίωσης προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τριών συντελεστών (ποσό βάσης, κατηγορία συναλλασσόμενων ομάδων, αξία αθλητή) διαιρούμενο διά 2. Το ποσό που προκύπτει δίνεται στο 100% όταν πρόκειται για αθλητές 24 ως 30 ετών και στο 75% για αθλητές ηλικίας 31-33 ετών. Για παράδειγμα, για έναν αθλητή ηλικίας 29 ετών που μεταγράφεται από μία ομάδα της Α1 σε άλλη της Α1 και έχει αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες το ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται ως εξής: 15.000 x 4 x 4 = 240.000 / 2 = 120.000.
Για το ελληνικό βόλεϊ το θέμα έχει δύο διαστάσεις. Από τη μια υπάρχουν οι περιπτώσεις αθλητών που προέρχονται από ερασιτεχνικά σωματεία και μεταγράφονται σε άλλο σωματείο λόγω μετοίκησης και από την άλλη οι περιπτώσεις αθλητών που προέρχονται από ερασιτεχνικά σωματεία και μεταγράφονται σε επαγγελματικά υπογράφοντας επαγγελματικά συμβόλαια. Για την πρώτη περίπτωση έχει βρεθεί λύση, αφού από το 2009 υπάρχει απόφαση της ομοσπονδίας βόλεϊ με την οποία αποζημιώνονται τα σωματεία που χάνουν αθλητές λόγω μετοίκησης. Μάλιστα. το ποσό της αποζημίωσης συναρτάται από παραμέτρους όπως η συμμετοχή του αθλητή σε εθνική ομάδα. Για τη δεύτερη περίπτωση όμως δεν έχει βρεθεί ακόμη η χρυσή τομή μεταξύ των ερασιτεχνικών σωματείων και των επαγγελματικών ομάδων για μια συναινετική λύση του προβλήματος.